- αὐτάρκεια
- αὐτάρκειαself-sufficiencyfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αὐταρκείᾳ — αὐταρκείᾱͅ , αὐτάρκεια self sufficiency fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτάρκεια — Στην οικονομία, πολιτική α. είναι η πολιτική μιας χώρας η οποία, παραιτούμενη από τα ωφελήματα των διεθνών ανταλλαγών, τείνει να χρησιμοποιεί αποκλειστικά τις εσωτερικές πλουτοπαραγωγικές της πηγές, με σκοπό να κάνει την οικονομία της ανεξάρτητη… … Dictionary of Greek
αυτάρκεια — η το να αρκείται κανείς σε όσα ο ίδιος έχει και να μην προσφεύγει σε άλλον: Ένας πραγματικός φιλόσοφος έχει αυτάρκεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐταρκείας — αὐταρκείᾱς , αὐτάρκεια self sufficiency fem acc pl αὐταρκείᾱς , αὐτάρκεια self sufficiency fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐταρκείαι — αὐταρκείᾱͅ , αὐτάρκεια self sufficiency fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐταρκείαις — αὐτάρκεια self sufficiency fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐταρκείης — αὐτάρκεια self sufficiency fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐταρκείῃ — αὐτάρκεια self sufficiency fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτάρκειαν — αὐτάρκεια self sufficiency fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АВТАРКИЯ — (от греч. autarkeia самоудовлетворенность) состояние независимости от внешнего мира, в т.ч. и от др. людей. Термин употреблялся Платоном и Аристотелем; киренаики и стоики считали А., или «самодостаточность», жизненным идеалом. Философия:… … Философская энциклопедия